- κρυφός
- και κουρφός, -ή, -ό (Μ κρυφός, -ή, -όν)1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος»)2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη»)3. το ουδ. ως ουσ. το κρυφό(ν)το μυστικό, το απόρρητο («μάς κρατάει κάτι κρυφό»)4. φρ. «στα κρυφά» — μυστικάμσν.1. δυσδιάκριτος2. φρ. «ἐν κρυφῇ» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — μυστικάνεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που δεν ανακοινώνει τα μυστικά του, κρυψίνους2. εχέμυθος3. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό πράγμα που προσπαθεί κάποιος να αποκρύψει.επίρρ...κρυφά και κουρφά και κρουφά (Μ κρυφῶς)μυστικά, λαθραία («βγαίνει κρυφά μαζί του»)νεοελλ.φρ. «ζούμε κρυφά από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη αφάνεια, μακριά από τον κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κρυφός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από αρχ. σύνθ. όπως είναι λ.χ. το κρυφο-γαμία (πρβλ. κοντό-)].
Dictionary of Greek. 2013.